Άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη στο iefimerida.gr
Τη χρονιά που έφυγε, το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής φάνηκε ότι δεν ανησυχεί μόνο επιστήμονες και ακτιβιστές, αλλά εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι χιλιάδες μαθητές διαδήλωναν κάθε εβδομάδα σε πολλές πόλεις ανά τον κόσμο, με στόχο τόσο την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης όσο και την κινητοποίηση των κυβερνήσεων για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Δυστυχώς όμως, αυτό το θετικό μομέντουμ δεν μπόρεσε να πείσει ισχυρά κράτη να αλλάξουν στρατηγική. Στην ετήσια διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα, γνωστή και ως COP25, η οποία διεξήχθη στη Μαδρίτη στις αρχές Δεκεμβρίου, δεν ελήφθησαν οι αναγκαίες αποφάσεις.
Στο Παρίσι, τέσσερα χρόνια πριν, είχε τεθεί ο στόχος περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,5o C και το γενικό περίγραμμα, αλλά χωρίς συγκεκριμένα μέτρα ή χρονοδιάγραμμα. Στη Μαδρίτη θα έπρεπε να συμφωνήσουν στον μηχανισμό εφαρμογής του άρθρου 6 της συμφωνίας, για ένα νέο παγκόσμιο σύστημα στην αγορά άνθρακα. Θα έπρεπε, δηλαδή, να συμφωνηθούν κοινοί κανόνες μέτρησης των εκπομπών άνθρακα αλλά και τρόπου πώλησης δικαιωμάτων που θα προέκυπταν από την υπεραπόδοση κάποιων κρατών στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί. Ένα ακόμα σημαντικό σημείο τριβής αποτέλεσε και ο τρόπος χρηματοδότησης των αναπτυσσόμενων χωρών προκειμένου να περιορίσουν τις καταστροφές που προκαλεί η κλιματική αλλαγή.
Από την αρχή οι προσδοκίες για τα αποτελέσματα της διάσκεψης δεν ήταν μεγάλες, υπήρχε όμως η ελπίδα ότι τα εμπλεκόμενα μέρη θα υιοθετούσαν τελικά τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Η αρνητική στάση των ΗΠΑ, που αμέσως μετά την εκλογή Τραμπ ξεκίνησαν τις διαδικασίες αποχώρησής τους από τη συμφωνία του Παρισιού, μαζί με τη Βραζιλία του κ. Μπολσονάρου, τη Σαουδική Αραβία αλλά και την Αυστραλία, απέτρεψαν την όποια θετική κατάληξη. Αρνητικό ρόλο είχε και η Κίνα, που ως Πόντιος Πιλάτος συνέβαλε στην αναβολή των αποφάσεων για την επόμενη COP26 στη Γλασκώβη, στο πλαίσιο του «Κανόνα 16» της κλιματικής διαδικασίας των Ηνωμένων Εθνών.
Το χάσμα μεταξύ της τρέχουσας προόδου και των παγκόσμιων στόχων για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας είναι τεράστιο και η ισχυρή πολιτική βούληση της Ευρώπης δεν ήταν αρκετή για την κάμψη των αντιρρήσεων. Όμως ο κόσμος αλλάζει. Είναι χαρακτηριστική η μεταστροφή που είδαμε στην Ευρώπη, με τη νέα πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τη Γερμανίδα συντηρητική πολιτικό Ursula von der Leyen, να παρουσιάζει ένα αρκετά φιλόδοξο «πράσινο πρόγραμμα», το οποίο ενσαρκώνει πολιτικές που υποστηρίζαμε μέχρι τώρα οι Σοσιαλιστές και οι Πράσινοι και έβρισκε κάθετα αντίθετο το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα στο οποίο ανήκει η ίδια. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (European Green Deal) που παρουσιάστηκε από τον πρώτο αντιπρόεδρο Frans Timmermans ενόψει της COP 25 αποτελεί την ενσάρκωση των δεσμεύσεων της νέας Επιτροπής. Είναι το σχεδιάγραμμα των βασικών πολιτικών και μέτρων που απαιτούνται για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι το 2050. Με τα πρώτα μέτρα που αναμένονται κατά τη διάρκεια του 2020 θα τεθούν οι βάσεις για μεταστροφή της οικονομίας της Ευρώπης προς την αειφόρο ανάπτυξη, που ταυτόχρονα με την προστασία του περιβάλλοντος χάριν της διαγενεακής δικαιοσύνης, θα βελτιώσει άμεσα την καθημερινότητα των Ευρωπαίων πολιτών. Παράλληλα με την αναπροσαρμογή της εμπορικής πολιτικής της Ένωσης, το περιβάλλον μπαίνει ως προτεραιότητα, εντάσσοντας σχετικές ρήτρες για την εφαρμογή της Κλιματικής Συμφωνίας, όσο και με την επιβολή δασμών στα προϊόντα που δεν σέβονται περιβαλλοντικούς κανόνες. Με αυτόν τον τρόπο η Ένωση δείχνει έμπρακτα ότι έχει την πολιτική βούληση να ηγηθεί αυτής της παγκόσμιας προσπάθειας. Το ζήτημα είναι αν μέσω των νέων εμπορικών συμφωνιών, όπως π.χ. με τις χώρες του Mercosur (Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη, Παραγουάη), θα αποκτήσει τα μέσα ώστε να μην περιθωριοποιηθεί σε αυτόν τον αγώνα.
Παράλληλα με αγάπη, υγεία και ευτυχία για το 2020, είναι σημαντικό να ευχηθούμε να κυριαρχήσει η λογική και να ληφθούν οι αναγκαίες αποφάσεις, γιατί οι δυσοίωνες προβλέψεις του παρελθόντος για τη διατήρηση ενός βιώσιμου πλανήτη είναι πιο κοντά απ’ ό,τι φανταζόμαστε.