Άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη στην Εφημερίδα των Συντακτών
Η υγειονομική κρίση της πανδημίας, μπορεί να ήταν ένα ασύμμετρο σοκ για την ανθρωπότητα στην παγκόσμια οικονομία, οι συνέπειες της όμως, εξαρτώνται άμεσα από τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι εθνικές κυβερνήσεις παράγοντας ωφελημένους και χαμένους. Δυστυχώς βάσει των έως τώρα δεδομένων, φαίνεται πως οι ανισότητες εντός των κοινωνιών αλλά και μεταξύ των κρατών διευρύνονται με αλματώδη ταχύτητα.
Πιο συγκεκριμένα, το κλείσιμο των σχολείων εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, που αφορά άνω των 156 εκατομμυρίων μαθητών σε 19 χώρες, αναμένεται να προκαλέσει, εάν συνεχιστεί, «την καταστροφή μίας γενιάς», όπως προειδοποιούν τα Ηνωμένα Έθνη. Επιπρόσθετα, πριν από λίγες μόνο μέρες ο γενικός γραμματέας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας αποκάλυψε πως το 75% των εμβολίων που ελήφθησαν παγκοσμίως μέχρι στιγμής συγκεντρώθηκαν σε 10 μόνο χώρες, κάνοντας λόγο για «τρομακτική αδικία».
Την ίδια ώρα όμως, σύγχρονοι κροίσοι, όπως ο Τζεφ Μπέζος και ο Ρίτσαρντ Μπράνσον, που επωφελήθηκαν τα μέγιστα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αντί να συνεισφέρουν στην επιστήμη και στον εμβολιασμό των φτωχότερων περιοχών του πλανήτη επιδίδονται σε έναν διαγωνισμό, που αγγίζει τα όρια της αρχαιοελληνικής ύβρεως, για το ποιος θα πάει πρώτος στο Διάστημα.
Αναφορικά με τις ανισότητες στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων οικονομιών, τα εκτεταμένα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης που υλοποιούν οι κεντρικές τράπεζες δεν επαρκούν από μόνα τους εάν δεν συνοδεύονται από ενεργητικές δημοσιονομικές πολιτικές από τις κυβερνήσεις. Τον δρόμο δείχνουν οι τολμηρές πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ο Τζο Μπάιντεν, με σκοπό την τόνωση των δημοσίων επενδύσεων και την αύξηση των θέσεων εργασίας. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε σε μια ιστορική απόφαση με τη θέσπιση του Ταμείου Ανάκαμψης. Για πρώτη φορά η Ευρωπαϊκή Ένωση βγαίνει στις αγορές για να δανειστεί πάνω από 800 δισεκατομμύρια ευρώ εκ των οποίων η πλειοψηφία δε θα προστεθεί στο δημόσιο χρέος των Κρατών Μελών που θα τα χρησιμοποιήσουν, διότι θα αποπληρωθεί κατευθείαν από τον Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό.
Παρά όμως τα θετικά βήματα που έχουν γίνει αυτή την περίοδο, ανακύπτουν ορισμένα σοβαρά ερωτήματα για την μετα-Covid εποχή, που σε ένα μεγάλο βαθμό θα προσδιοριστεί και από τις τρομακτικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, αλλά και την προσπάθεια να είμαστε μέχρι το 2050 μία οικονομία μηδενικών ρύπων. Ποιοι θα επωμιστούν -και με ποιο κόστος- το βάρος της αποπληρωμής των δυσθεώρητων δημόσιων χρεών που συσσωρεύονται σε αυτή τη δύσκολη και μεταβατική περίοδο; Πως θα χρηματοδοτηθούν οι απαραίτητες υποδομές για την περιβαλλοντική μετάβαση και πως θα διασφαλιστεί ότι αυτή θα γίνει με έναν κοινωνικά δίκαιο τρόπο; Θα επικρατήσουν ξανά οι δημοσιονομικά συντηρητικοί στην Ευρωζώνη, προωθώντας μια ξαναζεσταμένη εκδοχή του δόγματος της επεκτατικής λιτότητας που βίωσαν οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και ιδιαίτερα η Ελλάδα κατά τα προηγούμενα χρόνια; Ή αντίθετα, θα αναληφθούν εκείνες οι θαρραλέες πολιτικές πρωτοβουλίες σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο που θα μεταθέτουν μέρους του κόστους στους σύγχρονους κροίσους ρυθμίζοντας με κανόνες διαφάνειας και βιωσιμότητας την κίνηση του παγκόσμιου κεφαλαίου;
Η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία οφείλει να αναλάβει ηγεμονικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια για τον εξανθρωπισμό της παγκοσμιοποίησης θέτοντας ρηξικέλευθες προτάσεις στον δημόσιο διάλογο. Το παράδειγμα της πρόσφατης συμφωνίας για τον παγκόσμιο ελάχιστο εταιρικό φόρο που υπογράφηκε από 130 χώρες υπό την Αιγίδα και την υποστήριξη του ΟΟΣΑ αποτελεί απόφαση-ορόσημο. Βεβαίως, πολλά έχουν ακόμα να γίνουν, παγκοσμίως αλλά και ειδικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ζήτημα της κατάργησης των φορολογικών παραδείσων που υπάρχουν ακόμα και εντός της Ευρωζώνης, παραμένει μια απαράδεκτη εκκρεμότητα, παρά την πίεση που ασκούμε σε Ευρωπαϊκό Επίπεδο με την Ομάδα των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η μονιμοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλων εργαλείων αλληλεγγύης, η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και η υιοθέτηση μίας πιο ρεαλιστικής προσέγγισης για τους δημοσιονομικούς δείκτες που θα δίνουν βάση στην οικονομική ανάπτυξη και την ενίσχυση της απασχόλησης αποτελούν για εμάς προτεραιότητα. Μόνο μέσα από τέτοιου είδους ηγεμονικές πολιτικές παρεμβάσεις μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την εποχή της απόκλισης που βιώνουμε την τελευταία δεκαετία, προχωρώντας εκ νέου στην κοινωνική και οικονομική σύγκλιση που είναι απαραίτητη για την ευημερία των λαών.