Άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη στην Εφημερίδα “Τα Νέα”
Δεκαπέντε μήνες έχουν πλέον περάσει από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης, τον Αύγουστο του 2021. Μια κρίση που επιδεινώθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία και για την οποία οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνεχίζουν να αδυνατούν να βρουν κοινές απαντήσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Στην τελευταία Σύνοδο απουσίαζαν οι συγκεκριμένες αποφάσεις. Στα Συμπεράσματα υπήρχε απλώς η οδηγία για την διερεύνηση διάφορων λύσεων, με τις αποφάσεις να μετατίθενται για μία ακόμα φορά στην έκτακτη Σύνοδο των υπουργών Ενέργειας στα τέλη Νοεμβρίου, όταν θα μπαίνουμε στο χειμώνα. ~Χρειάζονται άμεσες παρεμβάσεις, όπως είναι οι κοινές αγορές φυσικού αερίου στα πρότυπα των αγορών των εμβολίων που έγιναν κατά τη διάρκεια της πανδημίας αλλά και η επαναφορά και μονιμοποίηση κοινών εργαλείων όπως είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και το SURE, ώστε με κοινό δανεισμό να δοθούν επιδοτήσεις και χαμηλότοκα δάνεια, για να ανταπεξέλθουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες στο υψηλό ενεργειακό κόστος.
Τα αίτια της κρίσης είναι διεθνή, όμως η αυξανόμενη ένταση των επιπτώσεων οφείλεται σε λανθασμένες πολιτικές επιλογές που μας έχουν κάνει περισσότερο ευάλωτους. Η χώρα μας, καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης έχει από τις πιο ακριβές τιμές χονδρικής ηλεκτρικού ρεύματος στην Ευρώπη. Η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να συγκρατήσει τις δραματικές αυξήσεις, δημιούργησε έναν στρεβλό μηχανισμό, ο οποίος όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά δημιουργεί νέα υπερκέρδη. Οι πάροχοι καθορίζουν αυθαίρετα τις τιμές λιανικής, βάσει της εμπορικής τους πολιτικής και όχι βάσει του κόστους, με το κράτος να επιδοτεί με τεράστια ποσά τα τιμολόγια για να συγκρατεί κάπως τις τιμές.
Οι επιδοτήσεις τους τρεις μήνες εφαρμογής του συστήματος μέχρι σήμερα, αγγίζουν τα 4,1 δισ. ευρώ εκ των οποίων 1,7 δισ. είναι απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, και ένα μεγάλο ποσοστό χρημάτων από Ταμεία που στόχο είχαν να χρηματοδοτήσουν τη δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών και επενδύσεις στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Όμως εξαιτίας της πολιτικής της κυβέρνησης δίνονται στις ενεργειακές εταιρείες.
Ενδεικτικό παράδειγμα της νέας στρέβλωσης είναι οι τιμολογήσεις για τον μήνα Σεπτέμβριο. Ενώ η χονδρική τιμή κυμάνθηκε κοντά στα 420 €/MWh, η τρίτη πιο ακριβή στην Ευρώπη, οι τιμές των παρόχων χωρίς τις επιδοτήσεις πλησίαζαν τα 800 €/MWh, με τη ΔΕΗ να δίνει τον τόνο των υψηλών τιμολογίων. Η διαφορά αυτή μεταξύ κόστους και τιμής πώλησης απέφερε σε ένα μόλις μήνα υπερκέρδη 500 εκατομμύριων ευρώ.
Εμείς προτείναμε από την αρχή την επιβολή ενός κλιμακωτού και όχι οριζόντιου πλαφόν στη λιανική, ώστε οι πιο ευάλωτοι πολίτες και επιχειρήσεις να είναι προστατευμένοι. Το μέτρο αυτό διαφανές και χωρίς διαμεσολάβηση, περιλαμβάνεται στην εργαλειοθήκη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήδη από τον Φεβρουάριο και επιμερίζει δίκαια το κόστος μεταξύ κράτους, παραγωγών και καταναλωτών, χωρίς να δημιουργεί υπερκέρδη σε λίγους εις βάρος των πολλών. Επιπλέον έχουμε ζητήσει την φορολόγηση των υπερκερδών, πέρα από τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, στους παρόχους αλλά και στις εταιρείες εμπορίας, διύλισης και μεταφοράς ορυκτών καυσίμων, όπως είναι τα διυλιστήρια και οι έμποροι Φυσικού Αερίου.
Παράλληλα έχουμε ένα ολοκληρωμένο πλέγμα πολιτικών για τη δίκαιη μετάβαση που θα εγγυάται την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και θα καταπολεμά την ενεργειακή φτώχεια. Με ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αναβάθμισης των κτηρίων, ιδιαίτερα για τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και την επιχορήγηση για την εγκατάσταση ηλιακών θερμοσιφώνων, ώστε να μειωθεί σημαντικά το ενεργειακό τους κόστος και να είναι διαχρονικά προστατευμένοι. Με την προώθηση μικρών και μεσαίων προγραμμάτων εγκατάστασης ΑΠΕ ώστε να είναι δυνατή η τοποθέτηση φωτοβολταϊκών στις στέγες και η δημιουργία ενεργειακών κοινοτήτων για αγρότες, κτηνοτρόφους και μεταποιητές για να μειωθεί το υψηλό κόστος και η παραγωγή ενέργειας να μην περιορίζεται σε λίγες μεγάλες εταιρείες, αλλά όλο και περισσότεροι να μπορούν να παράγουν την ενέργεια που καταναλώνουν. Μάλιστα, σύμφωνα και με την ευρωπαϊκή εμπειρία η πολιτική αυτή οδηγεί τις κοινωνίες στη δημιουργία μίας νέας κουλτούρας εξοικονόμησης, που είναι και ένας βασικός στόχος της πράσινης μετάβασης. Με εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση του δικτύου αλλά και δημιουργία υποδομών αποθήκευσης ενέργειας αξιοποιώντας τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης ώστε να μην εξαρτάται η σύνδεση ΑΠΕ από πελατειακές παραχωρήσεις όπως έγινε με την Υπουργική απόφαση Σκρέκα τον Δεκαπενταύγουστο, όπου παρέδωσε σε λίγες εταιρείες, χωρίς αντικειμενικά κριτήρια τον ελάχιστο εναπομείναντα ελεύθερο χώρο που υπήρχε. Με ενίσχυση των διασυνδέσεων της χώρας ώστε να μπορεί να εκμεταλλευθεί στο μέγιστο τις ευκαιρίες που δημιουργούνται από το στρατηγικό σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ενεργειακή Ένωση. Στο προσυνέδριό μας μάλιστα για την Ενέργεια στην Κοζάνη είχαμε πρώτοι επαναφέρει και παρουσιάσει, με αναλυτική τεκμηρίωση, την πρόταση για τη κατασκευή μιας μεγάλης γραμμής μεταφοράς πράσινου ηλεκτρισμού από την Ελλάδα στην Κεντρική Ευρώπη.
Με τις ολοκληρωμένες προτάσεις μας αποδεικνύουμε ότι υπάρχει μία αξιόπιστη εναλλακτική απέναντι στις κοστοβόρες και άδικες πολιτικές της Κυβέρνησης που βασίζονται σε έναν δημοσιονομικό λαϊκισμό με ορίζοντα τις επόμενες εθνικές εκλογές και με την διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων να μετατρέπεται σε μία ακόμα χαμένη ευκαιρία για τη χώρα μας. Μία εναλλακτική που έχει στο επίκεντρο την προστασία των πιο ευάλωτων πολιτών αλλά και της παραγωγικής βάσης της χώρας ενισχύοντας την ανθεκτικότητα της κοινωνίας και της οικονομίας μας στις διεθνείς προκλήσεις.