Άρθρο του Ευρωβουλευτή Νίκου Ανδρουλάκη στο ieidiseis.gr
Η Ελλάδα περνάει ένα δύσκολο καλοκαίρι προσπαθώντας να περιορίσει τις συνέπειες της κρίσης του κορωνοϊού στην οικονομία και την κοινωνία, με το κλίμα στην Ανατολική Μεσόγειο να πιέζει για μια σοβαρή συζήτηση για το μέλλον της σχέσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία, ως ο ελέφαντας στο δωμάτιο.
Μετά τη διαχείριση της πρώτης φάσης της υγειονομικής κρίσης, η Ένωση έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές της στην επίτευξη συμφωνίας στο μεγάλο πακέτο ανάκαμψης των 750 δισ., τον τρόπο με τον οποίο θα διανεμηθούν και τη διαδικασία με την οποία η ΕΕ θα αντλήσει τους αναγκαίους πόρους για να προχωρήσει ο σχεδιασμός ανακούφισης από την κρίση που ασύμμετρα χτύπησε τα κράτη – μέλη. Όσο δεν ολοκληρώνεται η διαπραγμάτευση για το Ταμείο Ανάκαμψης και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) 2021-2027, που τώρα τοποθετείται στα μέσα Ιουλίου, τόσο η συζήτηση για τα γεωπολιτικά ζητήματα και το προσφυγικό θα καθυστερεί.
Ο αναδιαμορφωμένος μακροπρόθεσμος προϋπολογισμός της ΕΕ αποτελεί ένα περίπλοκο, λεπτό θέμα διαπραγμάτευσης, το οποίο απαιτεί την λήψη απόφασης με ομοφωνία από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων. Έχοντας ήδη οδηγηθεί σε ναυάγιο τον περασμένο Φεβρουάριο, κανένας δεν θα ρισκάρει την αποτυχία και αυτή τη φορά. Η καθυστέρηση της διαπραγμάτευσης του οικονομικού πακέτου μέχρι και τα μέσα Ιουλίου, μεταφέρει την όποια συζήτηση αρκετά μετά την ιερή ανάπαυλα του Αυγούστου.
Σε αυτή τη φάση, η Ελλάδα θα πρέπει να διαμορφώσει γραμμή και συμμαχίες, εκμεταλλευόμενη την προκλητικότητα Ερντογάν. Πατώντας πάνω σε αυτές τις συμπεριφορές, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ κ. Τζοζέπ Μπορρέλ, εμφανίζεται ξεκάθαρος στην άποψη του ότι η Τουρκία έχει πια πάρει μια τελείως διαφορετική διαδρομή από αυτή των προηγούμενων χρόνων και είναι σήμερα μια χώρα που θέλει να έχει έναν ισχυρό περιφερειακό ρόλο, αλλά χωρίς κανέναν σεβασμό στο διεθνές δίκαιο.
Τώρα είναι λοιπόν η ώρα για πρακτικές λύσεις, να καταδικάσουμε όσους βλέπουν την Τουρκία σαν έναν οικονομικό εταίρο και κλείνουν τα μάτια σε όλα τα υπόλοιπα, φοβούμενοι τις επιπτώσεις στο εμπορικό ισοζύγιο της Ένωσης. Στο επίπεδο διαμόρφωσης κοινής εξωτερικής πολιτικής αλλά και όσοι συμμετέχουν στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για το σενάριο της ειδικής σχέσης ΕΕ – Τουρκίας. Πρέπει να είμαστε φορείς μιας διπλωματίας που θα διορθώνει παλαιότερες θέσεις της, όπως για το ζήτημα της ομοφωνίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η ύπαρξη του οποίου μας εμποδίζει να πιέσουμε στο να ληφθούν αποφάσεις για πραγματικές κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας.
Η χώρα από κάθε πόστο πρέπει να διαμορφώσει μια κυρίαρχη άποψη, ότι δεν μπορεί μια νέα ειδική σχέση μεταξύ ΕΕ – Τουρκίας να περιορίζεται στο οικονομικό κομμάτι, βάζοντας στο πλαίσιο και τα εθνικά μας θέματα, αλλά και τα γεωπολιτικά συμφέροντα ολόκληρης της Ένωσης. Πυξίδα αυτής της νέας πορείας θα είναι το Διεθνές Δίκαιο και οι συνθήκες καλής γειτονίας στην ευρύτερη περιοχή.
Πρέπει η διπλωματία μας να είναι ενεργητικότερη. Δεν χρειαζόταν το Τουρκο-Λιβυκό σύμφωνο για να κινητοποιηθούμε. Αυτά έπρεπε να είχαν γίνει σε προηγούμενο χρόνο, ώστε και να είχαμε ήδη συμφωνήσει με την Ιταλία και να είχαμε αποτρέψει την υπογραφή μεταξύ Σάρατζ και Ερντογάν, μέσω των Ευρωπαίων συνομιλητών του Σάρατζ.
Η ΕΕ πρέπει να αποσαφηνίσει την στρατηγική της για την Τουρκία, αν δεν το πράξει, το κόστος μακροπρόθεσμα θα είναι τεράστιο για όλους μας.