Άρθρο στο protothema.gr
Το 1950, η Βραζιλία διοργάνωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο αλλά τα όνειρά της έσβησαν στον τελικό, καθώς ηττήθηκε με 2-1 από την «ταπεινή» Ουρουγουάη. Μολονότι η «Σελεσάο» προηγήθηκε, ο Σκιαφίνο ισοφάρισε για την Ουρουγουάη και, δέκα λεπτά πριν από το τέλος, το αριστερό πόδι του Γκίτζα έκανε το 2-1. Τη σημασία της ιστορικής νίκης περιέγραψε ανεπανάληπτα ο σπουδαίος Ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνo: «να τι έχει τη δυνατότητα να κάνει το ποδόσφαιρο. την ημέρα του τελικού το 1950, οι μελλοθάνατοι καθυστέρησαν τον θάνατό τους και τα μωρά βιάστηκαν να γεννηθούν, ώστε να δουν τον τελικό! Την προηγούμενη μέρα στην Ουρουγουάη κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί! Και την επόμενη κανείς δεν ήθελε να ξυπνήσει»!
Θα προκαλούσε, όμως, το ίδιο ρίγος στον Γκαλεάνο ένα ποδόσφαιρο, όμοιο με εκείνο που «οραματίστηκαν» οι δώδεκα μεγάλοι και πλούσιοι ευρωπαϊκοί σύλλογοι οι οποίοι σχεδίασαν να δημιουργήσουν μια κλειστή λίγκα; Προφανώς, όχι. Την καθοριστική απάντηση, βέβαια, την έδωσαν οι φίλαθλοι των ομάδων, που αντέδρασαν δυναμικά απέναντι στη δεσποτική εξουσία των αφεντικών της μπάλας. Στην επιδίωξη, δηλαδή, μιας μικρής ελίτ της βιομηχανίας του ποδοσφαίρου να εμπορευματοποιήσει πλήρως το λαοφιλέστερο άθλημα. Και μαζί με αυτό, να διαγράψει μια για πάντα τη μαγεία του απροσδόκητου, που μόνο το ποδόσφαιρο μπορεί να χαρίσει απλόχερα.
Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι οι επιχειρηματίες που κρύβονται πίσω από αυτήν την προσπάθεια δεν ανέμεναν τις μεγάλες αντιδράσεις της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης που παρακολουθούμε τις τελευταίες ώρες. Η προτεραιότητά τους, όμως, απ ότι φαίνεται ήταν να δημιουργήσουν ένα προϊόν που θα αυξήσει την παρουσία του ακόμα περισσότερο στις αναδυόμενες μεγάλες αγορές της Ασίας. Εκεί οι φίλαθλοι δεν έχουν τον ίδιο δεσμό με τα σωματεία γι αυτό άλλωστε και οι αντιδράσεις για τη Super League είναι εντελώς διαφορετικές.
Σε τελευταία ανάλυση, τι θα απομείνει από την ομορφιά του ποδοσφαίρου αν θα παίζουν μεταξύ τους οι ίδιοι και οι ίδιοι; Τι νόημα θα έχει μια ομάδα να χάνει αλλά να παραμένει σε μια διοργάνωση χωρίς να απειλούνται τα έσοδά της, η φήμη της και -πάνω από όλα- το βάρος της φανέλας της; Υποταγμένο στους νόμους της πιο ακραίας απληστίας, το παιχνίδι θα έπαυε να είναι παιχνίδι, εκπίπτοντας αναπόδραστα στην τυποποίηση και την ομοιομορφία. Το ποδόσφαιρο χωρίς το πάθος αυτών που αγωνίζονται και το πάθος αυτών που το παρακολουθούν θα πάψει να είναι κοινωνικό φαινόμενο. Η γοητεία του θα εκλείψει. Οι βραδιές απόλαυσης του θεάματος που προσφέρει η κορυφαία διασυλλογική οργάνωση που παρακολουθεί με ενθουσιασμό ολόκληρος ο πλανήτης, θα καταλήξουν σε ένα τυπικό τελετουργικό νυχτερινών δημοπρασιών.
Για όλους αυτούς τους λόγους η πρωτοβουλία αυτή ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Οι ομάδες μπορεί να έγιναν εταιρείες και ο κόσμος του ποδοσφαίρου να μην είναι αγγελικά πλασμένος, αλλά από τη γέννησή του μέχρι και σήμερα ήταν και παραμένει ένα μαζικό άθλημα. Φανταστείτε τώρα τα ποιητικά στολίδια με τα οποία θα καλλώπιζε τους δώδεκα εμπνευστές αυτής της βλασφημίας αν ζούσε ο λογοπλάστης λάτρης της στρογγυλής θεάς Γκαλεάνο.